- υδροπόρος
- (hydroporus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των Δυτισκιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, από τα οποία πάνω από εκατό απαντούν στην Ευρώπη, κυρίως στις εύκρατες ζώνες. Πρόκειται για σκαθάρια μικρά, με ωοειδές ή επίμηκες σώμα και πίσω άκρα μεταπλασμένα σε νηκτικά. Ζουν στα γλυκά, στάσιμα και ήσυχα νερά, καθώς και στις θερμές πηγές, απ’ όπου συχνά ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού ή πετούν στον αέρα. Η τροφή τους είναι ζωική, ιδιαίτερα έντομα, μαλάκια, μικρά ψάρια και αμφίβια. Όταν πιάνονται, εκκρίνουν από την αυχενική τους ασπίδα ένα δύσοσμο υγρό σαν γάλα.
* * *-ον, ΜΑαυτός μέσα από τον οποίο διέρχεται νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -πόρος (< πόρος πρβλ. θαλασσο-πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.