υδροπόρος

υδροπόρος
(hydroporus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των Δυτισκιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, από τα οποία πάνω από εκατό απαντούν στην Ευρώπη, κυρίως στις εύκρατες ζώνες. Πρόκειται για σκαθάρια μικρά, με ωοειδές ή επίμηκες σώμα και πίσω άκρα μεταπλασμένα σε νηκτικά. Ζουν στα γλυκά, στάσιμα και ήσυχα νερά, καθώς και στις θερμές πηγές, απ’ όπου συχνά ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού ή πετούν στον αέρα. Η τροφή τους είναι ζωική, ιδιαίτερα έντομα, μαλάκια, μικρά ψάρια και αμφίβια. Όταν πιάνονται, εκκρίνουν από την αυχενική τους ασπίδα ένα δύσοσμο υγρό σαν γάλα.
* * *
-ον, ΜΑ
αυτός μέσα από τον οποίο διέρχεται νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -πόρος (< πόρος πρβλ. θαλασσο-πόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑδροπόρους — ὑδρόπορος through which water passes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”